- φρικιό
- το, Ν1. εξαιρετικά άσχημο, νεαρό κυρίως, άτομο2. άτομο που σκόπιμα ντύνεται ή συμπεριφέρεται με ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό και προκλητικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. freak «τέρας, ιδιόρρυθμος τύπος, εκκεντρικός, ναρκομανής»].
Dictionary of Greek. 2013.